κρατέρωμα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτέρωμα Medium diacritics: κρατέρωμα Low diacritics: κρατέρωμα Capitals: ΚΡΑΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: kratérōma Transliteration B: kraterōma Transliteration C: krateroma Beta Code: krate/rwma

English (LSJ)

τό, kind of bronze, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].

German (Pape)

τό, eine Mischung von Kupfer und Zinn, Messing, Hesych., auch κρᾶμα genannt.