διπλῆ

Revision as of 12:40, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>")

English (LSJ)

ἡ, (διπλοῦς) a marg. mark used by Gramm. (, ), to indicate vv. Il., rejected verses, etc., and, in dramatic poetry, a new speaker, Cic.Att.8.2.4, Heph.A Poëm.p.74C., Sch.Il.Oxy.1086 ii 55, etc. II a dance, Poll.4.105, Hsch. III διπλαῖ, αἱ, = δίπλωμα, IG14.1054b: also sg., PSI5.446 (ii A. D.). IV = διπλοΐς, Ap.Ty. Ep.3.

Greek (Liddell-Scott)

διπλῆ: ἡ, (διπλοῦς) σημεῖον τιθέμενον ὑπὸ τῶν Γραμματικῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ, ὁμοιάζον πρὸς τὸ Υ ἢ V πλαγίως κείμενον, πρὸς δήλωσιν διαφόρων γραφῶν, ὀβελιστέων στίχων, κτλ., καὶ παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς πρὸς δήλωσιν νέου προσώπου ἐν τῷ διαλόγῳ, Ἡφαιστ. 15. 1, Σχόλ. εἰς Αριστοφ. Πλ. 253, Κικ. π. Ἀττ. 8. 2, 4. ΙΙ. χορός τις, Πολυδ. Δ΄, 105, Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 982.

Spanish (DGE)

διπλῇ v. διπλεῖ, διπλόος.

Russian (Dvoretsky)

διπλῆ: ἡ (sc. γραμμή) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» (пометка на полях рукописи в форме > - δ. ἀπερίστικτος); δ. περιεστιγμένη Diog. L. знак >̣̇.