χρησμολέσχης

Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, = χρησμολάλος (uttering oracles), Lyc. 1419.

German (Pape)

[Seite 1375] ὁ, – χρησμολόγος, Lycophr. 1419.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμολέσχης: -ου, ὁ, = χρησμηγόρος, χρησμολόγος, Λυκόφρων 1419.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρησμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λέσχης (< λέσχη «συζήτηση, συνομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης.