χρησμηγόρος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
χρησμηγόρον, uttering oracles, ἄδυτον Rev.Phil.46.114 (Yazili Kaya); Σίβυλλα IGRom.4.1540 (Erythrae).
German (Pape)
[Seite 1375] = χρησμηγόρας, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμηγόρος: -ον, = χρησμαγόρης, Χρησμ. Σιβ. 4. 4, Χριστοδ. Ἔκφρ. 263.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημηγόρος, ἐτυμηγόρος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].