ἐποφθαλμέω

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= ἐποφθαλμιάω (cast longing glances at, ogle, eye jealously), c. dat., Charito 1.7, PThead. 19.9 (iv AD).

German (Pape)

[Seite 1011] = Folgdm, Plut. Aemil. 30, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποφθαλμέω: ἐποφθαλμιάω, παρὰ Πλουτ. ἐν Αἰμιλ. 30, ἀναγνωστέον κατὰ Κοραῆν ἐποφθαλμιάσαντες, ὡς ἁπανταχοῦ παρὰ Πλουτ. Παρὰ μεταγεν. τισὶ συγγραφ., οἷος ὁ Χαρίτων 1. 7, Ἀθανάσ. 1. σελ. 397, οἱ τύποι ἐποφθαλμῆσαι ἢ -ίσαι ἴσως εἶναι γνήσιοι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἐποφθαλμιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐποφθαλμέω: и ἐπ-οφθαλμιάω смотреть с жадностью, поглядывать с вожделением (χρήμασι, πρὸς τὸν πλοῦτον Plut.).