ἐποφθαλμέω
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
= ἐποφθαλμιάω (cast longing glances at, ogle, eye jealously), c. dat., Charito 1.7, PThead. 19.9 (iv AD).
French (Bailly abrégé)
ἐποφθαλμῶ :
c. ἐποφθαλμιάω
1 jeter un œil d'envie, jeter un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐποφθαλμέω: и ἐποφθαλμιάω смотреть с жадностью, поглядывать с вожделением (χρήμασι, πρὸς τὸν πλοῦτον Plut.).
German (Pape)
[Seite 1011] = ἐποφθαλμιάω, Plut. Aemil. 30, l.d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποφθαλμέω: ἐποφθαλμιάω, παρὰ Πλουτ. ἐν Αἰμιλ. 30, ἀναγνωστέον κατὰ Κοραῆν ἐποφθαλμιάσαντες, ὡς ἁπανταχοῦ παρὰ Πλουτ. Παρὰ μεταγεν. τισὶ συγγραφ., οἷος ὁ Χαρίτων 1. 7, Ἀθανάσ. 1. σελ. 397, οἱ τύποι ἐποφθαλμῆσαι ἢ -ίσαι ἴσως εἶναι γνήσιοι.