κνέωρον

Revision as of 11:59, 24 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, = κνέωρος (spurge-flax, Daphne gnidium, Daphne oleoides, Thymelaea hirsuta), Dsc.4.172, Plin.HN13.114, Hsch. II pudenda muliebria, Phot., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1459] τό, = Folgdm, Hesych., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνέωρον: τό, = κνῆστρον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον μόριον, Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κνέωρον, το (Α)
1. είδος φυτού, κνέωρος
2. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνέωρος].