ταχυγράφος

Revision as of 10:55, 30 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ, A shorthand writer, Lyd.Mag.3.6, Stud.Pal. 20.247.2 (vi/vii A.D.):—hence τᾰχῠ-γρᾰφέω, write shorthand, Tz.H.8.267, Eust.1607.10.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυγράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ταχέως γράφων, γραμματεύς, Συνεσ. Ἐπ. 61, 67.

Greek Monolingual

ο, η / ταχυγράφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γράφει γρήγορα
νεοελλ.
ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + γράφος].