λίστρος

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ὁ, v. λίστρον.

Greek Monolingual

λίστρος, ὁ (Α)
το λίστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίστρον (το), με αλλαγή γένους].