λίστρος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίστρος Medium diacritics: λίστρος Low diacritics: λίστρος Capitals: ΛΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: lístros Transliteration B: listros Transliteration C: listros Beta Code: li/stros

English (LSJ)

ὁ, v. λίστρον.

Greek Monolingual

λίστρος, ὁ (Α)
το λίστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίστρον (το), με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, = τό λίστρον.