Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Full diacritics: λίστρος | Medium diacritics: λίστρος | Low diacritics: λίστρος | Capitals: ΛΙΣΤΡΟΣ |
Transliteration A: lístros | Transliteration B: listros | Transliteration C: listros | Beta Code: li/stros |
ὁ, v. λίστρον.
λίστρος, ὁ (Α)
το λίστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίστρον (το), με αλλαγή γένους].
ὁ, = τό λίστρον.