μειουρίζω
English (LSJ)
v. μυουρίζω
German (Pape)
[Seite 116] den Schwanz kürzer machen, übh. abstutzen, ἐς κορυφήν, Nicomach. arith. 2, 13.
Greek (Liddell-Scott)
μειουρίζω: ποιῶ τὸ ἄκρον μεῖον, κολοβώνω, περικόπτω, Νικομ. Ἀριθμ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω τὸ ἄκρον μεῖον, εἶμαι κολοβὸς, διάφ. γραφ. ἐν Διον. Π. 404.
Greek Monolingual
μειουρίζω (Α) μείουρος
1. (μτβ.) (σχετικά με εξάμετρο στίχο) καθιστώ μείουρο
2. (αμτβ.) είμαι μείουρος.