γαπόνος

Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. γεώπονος.

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monolingual

γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].

Russian (Dvoretsky)

γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαπόνος, ὁ Dor. voor γεωπόνος.

English (Woodhouse)

peasant