ἀμός

Revision as of 10:39, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ἁμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.

Greek Monotonic

ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμός: или ἁμός 3 (ᾰ) дор. = τις (только в οὐδ-αμοί, ἁμῆ и т. п.).