καλλιπάρειος

Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. καλλιπάρηος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].