μυδιόσκελλον
English (LSJ)
τό, = μύδιον.
Greek Monolingual
μυδιόσκελλον, τὸ (Α)
μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»].
τό, = μύδιον.
μυδιόσκελλον, τὸ (Α)
μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»].