σκελλός

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελλός Medium diacritics: σκελλός Low diacritics: σκελλός Capitals: ΣΚΕΛΛΟΣ
Transliteration A: skellós Transliteration B: skellos Transliteration C: skellos Beta Code: skello/s

English (LSJ)

σκελλή, σκελλόν, (σκέλος) crook-legged, Sch.Il.16.234, Hsch.; used in common speech for ῥαιβός, EM701.10.

German (Pape)

[Seite 891] krummbeinig; Hesych. erkl. διεστραμμένος; bei E. M. Erkl. von ῥαιβός.

Greek (Liddell-Scott)

σκελλός: ἡ, όν, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη στρεβλά, στραβοπόδης, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Π. 234· «διεστραμμένος» Ἡσύχ.- κοινὴ λέξις ἀντὶ τοῦ ῥαιβός, Ἐτυμολ. Μέγ. 701. 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει στραβά σκέλη, ραιβόπους, στραβοπόδης
2. (κατά τον Ησύχ.) «διεστραμμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, πιθ. κατά το κυλλός.