σκελλός
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
σκελλή, σκελλόν, (σκέλος) crook-legged, Sch.Il.16.234, Hsch.; used in common speech for ῥαιβός, EM701.10.
German (Pape)
[Seite 891] krummbeinig; Hesych. erkl. διεστραμμένος; bei E. M. Erkl. von ῥαιβός.
Greek (Liddell-Scott)
σκελλός: ἡ, όν, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη στρεβλά, στραβοπόδης, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Π. 234· «διεστραμμένος» Ἡσύχ.- κοινὴ λέξις ἀντὶ τοῦ ῥαιβός, Ἐτυμολ. Μέγ. 701. 10.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει στραβά σκέλη, ραιβόπους, στραβοπόδης
2. (κατά τον Ησύχ.) «διεστραμμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-, πιθ. κατά το κυλλός.