εμβρυουλκός

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυουλκός)
μαιευτικό εργαλείο με το οποίο πιάνουν το κεφάλι του εμβρύου και το τραβούν προς τα έξω σε περιπτώσεις δύσκολου τοκετού.