κάθου

Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

imper. of κάθημαι.

Greek (Liddell-Scott)

κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.

Russian (Dvoretsky)

κάθου: NT (= κάθησο) 2 л. sing. imper. к κάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθου imperat. praes. med. 2 sing. van κάθημαι.