κάθησο

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monotonic

κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.

Russian (Dvoretsky)

κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.