αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.
κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.