μενέχαρμος

Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. μενεχάρμης.

German (Pape)

[Seite 132] im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μενεχάρμης.

Greek Monolingual

μενέχαρμος, -ον (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ-χαρμος].

Russian (Dvoretsky)

μενέχαρμος: Hom. = μενεχάρμης.