μενέχαρμος
From LSJ
English (LSJ)
v. μενεχάρμης.
German (Pape)
[Seite 132] im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μενεχάρμης.
Greek Monolingual
μενέχαρμος, -ον (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύχαρμος].
Russian (Dvoretsky)
μενέχαρμος: Hom. = μενεχάρμης.