λιπυρίας
English (LSJ)
ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal. 17 (2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal. 19.399; — Adj. λειπυρικός (leg. λιπυρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp. Coac. 117; λιπυριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id. Epic 21.
Greek Monolingual
λιπυρίας και λειπυρίας, ὁ (Α) λιπυρία
αυτός που πάσχει από λιπυρία.