Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
λιπυρικός και λειπυρικός, -ή, -όν (Α) λιπυρίααυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιπυρία.