λιπυριώδης

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπυριώδης Medium diacritics: λιπυριώδης Low diacritics: λιπυριώδης Capitals: ΛΙΠΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: lipyriṓdēs Transliteration B: lipyriōdēs Transliteration C: lipyriodis Beta Code: lipuriw/dhs

English (LSJ)

ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Hp. Epic 21.

Greek Monolingual

λιπυριώδης και λειπυριώδης, -ῶδες (Α) λιπυρία
αυτός που παρουσιάζει συμπτώματα λιπυρίαςλιπυριώδης πυρετός», Ιπποκρ.).

German (Pape)

ὁ, s. λειπυρίας.