λιπυριώδης
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
English (LSJ)
ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Hp. Epic 21.
Greek Monolingual
λιπυριώδης και λειπυριώδης, -ῶδες (Α) λιπυρία
αυτός που παρουσιάζει συμπτώματα λιπυρίας («λιπυριώδης πυρετός», Ιπποκρ.).
German (Pape)
ὁ, s. λειπυρίας.