ἀλλόχρως

Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, looking strange or foreign, E. Ph. 138, Andr. 879.

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόχρως: 2, gen. ωτος странный на вид, чужой (ἀ., μιξοβάρβαρος Eur.).

Middle Liddell

[cf. ἀλλόχροος ἄλλος, χρόα
looking strange or foreign, Eur.

English (Woodhouse)

foreign