ταυρόκτονος

Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ον, Pass., killed by a bull, Ammon. Diff. p. 129V.

Greek Monolingual

-ον, Α
(με παθ. σημ.) αυτός που φονεύθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].