μεγαλόσχημος

Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].