σπουδαιοφανής

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].