πρωτογόνος

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, bringing forth first, implied by Poll. 4.208.

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ.πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].