ὁ, wearer of κίδαρις (Cyprian), Hsch.
κίτταρος, ὁ (Α) κίτταρις(κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται».