συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Full diacritics: κίτταρος | Medium diacritics: κίτταρος | Low diacritics: κίτταρος | Capitals: ΚΙΤΤΑΡΟΣ |
Transliteration A: kíttaros | Transliteration B: kittaros | Transliteration C: kittaros | Beta Code: ki/ttaros |
ὁ, wearer of κίδαρις (Cyprian), Hsch.
κίτταρος, ὁ (Α) κίτταρις
(κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῦσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῦν
τες κίτταροι λέγονται».