προσκατακτείνω

Revision as of 17:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατακτείνω «φονεύω»].