προσυπόκειμαι

Revision as of 17:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

Pass., A lie under besides, v.l. for προϋπ- in Gal.UP3.8. 2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.). 3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.

Greek Monolingual

Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].