δαιμονιόληπτος

Revision as of 17:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

v. δαιμονιόπληκτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed). [To be deleted (Suppl.)]

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.

Spanish (DGE)

-ον
poseído por los espíritus δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1Apol.18.4.

Greek Monolingual

δαιμονιόληπτος και δαιμονόληπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -ληπτος < λαμβάνω.