κακοθαλπής

Revision as of 17:35, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ές, (θάλπω) A warming badly, Hsch. s.v. δυσθαλπέος.

German (Pape)

[Seite 1300] ές, schlecht wärmend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθαλπής: -ές, (θάλπω) κακῶς θερμαίνων, Ἡσύχ. ἐν λ. δυσθαλπέος.

Greek Monolingual

κακοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που δεν θερμαίνει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ-θαλπής].