ἐξουδένωμα

Revision as of 18:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ατος, τό, A contempt, ib.Ps.89(90).5, Hsch. s.v. προπηλακισμός.

German (Pape)

[Seite 888] τό, Verachtung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουδένωμα: τό, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΠΘ΄, 5) «προπηλακισμός, ἐξουδένωμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐξουδένωμα, το (AM)
1. κάτι τελείως ασήμαντο, άξιο περιφρονήσεως
2. περιφρόνηση, εξευτελισμός.