στερεοβάτης

Revision as of 14:00, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A foundation course of a building, Vitr.3.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαίνων στερεῶς, σταθερῶς, λέξις ἀρχιτεκτονική, Vitruv. de archit. ΙΙΙ. 4. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
αρχιτ. βάθρο χωρίς εξέχουσες γλυφές
αρχ.
θεμέλιο οικοδομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἐρημο-βάτης.