τρισκοπάνιστος

Revision as of 10:10, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].

Greek Monotonic

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.

Middle Liddell

τρισ-κοπᾰ́νιστος, ον,
thrice-kneaded, Batr.