πυγμάχος
English (LSJ)
ὁ, one who fights with the fist, boxer, Od. 8.246, Pi. I. 8 (7).68, Luc. JTr. 33.
German (Pape)
[Seite 813] mit der Faust kämpfend, Faustkämpfer; Od. 8, 246; Pind. I. 7, 63; Luc. Iov. Trag. 33; Theocr. 24, 110 unterscheidet πύκται δεινοὶ ἑν ἱμάντεσσι u. ἐς γαῖαν προπεσόντες πυγμάχοι, die sich auf die Erde legten und rangen.
Greek (Liddell-Scott)
πυγμάχος: [ᾰ], ὁ, (πυγμή, πὺξ) ὁ διὰ τῆς πυγμῆς μαχὸμενος, πυγμαχῶν, πυκτεύων, Λατ. pugil, Ὀδ. Θ. 246, Πινδ. Ι. 8 (7). 135, πρβλ. Θεόκρ. 24, 112· - συνηθέστερον πύκτης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte à coups de poing ; ὁ πυγμάχος pugiliste.
Étymologie: πύξ, μάχομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο αθλητής που ασχολείται με την πυγμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξ + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο-μάχος].
Greek Monotonic
πυγμάχος: [ᾰ], ὁ (πυγμή, μάχομαι), αυτός που μάχεται με τη γροθιά, πυγμάχος, Λατ. pugil, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πυγμάχος: (ᾱ) ὁ кулачный боец Hom., Pind., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγμάχος -ου, ὁ [πύξ, μάχομαι] bokser; overdr.. π. σοφισμάτων strijders met sofismen Luc. 21.33.
Middle Liddell
πυγ-μᾰ́χος, ὁ, πυγμή, μάχομαι
one who fights with the fist, a boxer, Lat. pugil, Od., Pind., etc.