πύξ

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύξ Medium diacritics: πύξ Low diacritics: πυξ Capitals: ΠΥΞ
Transliteration A: pýx Transliteration B: pyx Transliteration C: pyks Beta Code: pu/c

English (LSJ)

A Adv. with the fist, π. ἀγαθὸς Πολυδεύκης good with the fist, i.e. at boxing, Il.3.237; πολὺ φέρτατος.. π. Od.8.130; οὐ γὰρ π. γε μαχήσεαι Il.23.621; π. μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα ib.634; περιγιγνόμεθ' ἄλλων π. τε παλαισμοσύνῃ τε Od.8.103; πειρηθήτω.. ἢ π. ἠὲ πάλῃ ib. 206; οἱ δὲ μάχοντο π. τε καὶ ἑλκηδόν Hes.Sc.302; ἄνδρα π. ἀρετὰν εὑρόντα by boxing, Pi.O.7.89; Ἴσθμι' ἑλὼν π. Simon.158, cf. 154; πὺξ πεπληγέμεν Il.23.660; πατάσσειν, παῖσαι, παίεσθαι, Ar.Ra.547 (lyr.), X.An.5.8.16, Lys.4.6, etc.; π. ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.14.34; τοὺς δακτύλους π. ἔχειν to have one's fist clenched, Hp.Morb.3.13. (Cf. Lat. pug-nus.)
πύξ, πῡγός, ἡ, later form for πυγή (q.v.). πύξαγρις, v. πτύξαγρις.

German (Pape)

[Seite 818] adv., fäustlings; πὺξ τοὺς δακτύλους ἔχει, er hat die Finger eingezogen, in der geballten Faust, Hippocr.; mit geballter Faust, οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, Il. 23, 621; πὺξ ἐνίκησα, im Faustkampf, 23, 634; dah. πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα, 3, 237, der im Faustkampfe tüchtig war, der gute Faustkämpfer; dah. π ύξ τε παλαισμοσύνῃ τε vrbdn, Od. 8, 103; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα, Pind. Ol. 7, 89; πὺξ πατάσσειν, Ar. Ran. 548; Xen. An. 5, 8, 16; πὺξ παιόμενος, Lys. 4, 6; Folgde; πὺξ ἐς τὴν γνάθον παταχθείς, Luc. gymn. 3; πὺξ κενὴν πληγήν τινα καταφέρων, Hermot. 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec le poing : πὺξ παίειν frapper à coups de poing ; μάχεσθαι IL combattre au pugilat ; νικᾶν IL vaincre au pugilat ; ἀγαθός IL habile au pugilat.
Étymologie: cf. lat. pugnus, pugil, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύξ, adv. met de vuist:. π. ἀγαθός goed met zijn vuisten (d.w.z. in het boksen) Il. 3.237. tot een vuist gebald. Hp.

Russian (Dvoretsky)

πύξ:
I adv. πυγμή
1 кулаком, кулаками (πατάσσειν Arph.; παίειν Xen.);
2 в кулачном бою (πεπληγέμεν, νικᾶν Hom.): π. ἀγαθός Hom. искусный в кулачном бою.
πῡγός ἡ (только acc. πῦγα) Arst. = πυγή.

English (Autenrieth)

(cf. πύκα, πυκνός, πυγμή): adv., with the fist, at boxing.

English (Slater)

πύξ at boxing ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα (O. 7.89)

Greek Monolingual

-γός, ἡ, Α
η πυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. της λ. πυγή.

Greek Monotonic

πύξ: επίρρ., με σφιχτή γροθιά, με πυγμή, πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης, καλός στη γροθιά, δηλ. στην πυγμαχία, σε Όμηρ. κ.λπ.· πὺξ μάχεσθαι, με τις γροθιές, σε Ομήρ. Ιλ.· πὺξ πατάσσειν, παίειν, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πύξ: Ἐπίρρ., ἐν τῷ πυγμαχεῖν, ἐν πυγμαχία, «’ς ταῖς γρονθιαῖς», πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης, ἔξοχος εἰς τὸ πυγμαχεῖν, «’ς ταὶς γρονθιαίς», Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Λ. 300· πὺξ προφερέστατος Θ. 130· οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι Ἰλ. Ψ. 621· πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλητομήδεα αὐτόθι 634· περιγιγνόμεθ’ ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Ὀδ. Θ. 103· πειρηθήτω... ἢ πὺξ ἠὲ πάλη αὐτόθι 206· οἱ δὲ μάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· πὺξ ἀρετὰν εὑρών, διὰ τῆς πυγμῆς, διὰ τῆς πυγμαχίας, Πινδ. Ο. 7. 163· πὺξ Ἴσθμι’ ἑλὼν Σιμων. 161· πὺξ πεπληγέμεν Ἰλ. Ψ. 660· πατάσσειν, παίειν, παίεσθαι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 547, Ξενοφ. Ἀν. 5. 8, 16, Λυσίας 101. 13. κτλ.· π. ἐπὶ κόρρης ἤλασα Θεόκρ. 14. 34· - πὺξ τοὺς δακτύλους ἔχειν, ἔχειν τοὺς δακτύλους συνεσφιγμένους εἰς πυγμήν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. (Πρβλ. πύκτης, πυγμή, πυγμάχος· Λατ. pug-nus, pug-il, pug-illus· Σαυ. pest-i (pugnus)· Ἀρχ. Γερμ. fust (faust, fist)· - πρβλ. πυγών).

Frisk Etymological English

See also: s. πυγμή.

Middle Liddell

with clenched fist, πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης good at the fist, i. e. at boxing, Hom., etc.; πὺξ μάχεσθαι with the fists, Il.; πὺξ πατάσσειν, παίειν Ar.

Frisk Etymology German

πύξ: {púks}
See also: s. πυγμή.
Page 2,626

Mantoulidis Etymological

(=μέ τίς γροθιές). Εἶναι ὀνομαστική πού κατάντησε ἐπίρρημα.
Παράγωγα: πυγμή, πυγμαῖος (=νάνος), πυγμάχος, πύκτης, πυκτεύω, πύκτευσις, πυκτευτής, πυκτεῖον, πυκτικός (=ἔμπειρος στήν πυγμαχία), πυκτοσύνη.