μισθάριον

Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of μισθός, A small fee, Ar.V.300, Eup.432, Men.303, AP11.154 (Lucill.): pl., wretched fees, Hp.Praec.7, cf. PTeb.413.13 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 190] τό, dim. von μισθός; Ar. Vesp. 300; Lucill. 4 (XI, 154).

Greek (Liddell-Scott)

μισθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ μισθός, ὀλίγος, μικρὸς μισθός, Ἀριστοφ. Σφ. 300, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 123.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
modique salaire, petite récompense.
Étymologie: μισθός.

Greek Monolingual

το (Α μισθάριον) μισθός
1. μικρός, πενιχρός μισθός
2. εξευτελιστική πληρωμή.

Greek Monotonic

μισθάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μισθός, μικρή αμοιβή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθάριον: (ᾰ) τό скромное жалование, жалкое вознаграждение Arph., Plut.

Middle Liddell

μισθᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of μισθός
a little fee, Ar.