θλαστός

Revision as of 18:20, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

ή, όν, A crushed, bruised, ἐλάα Ar.Fr.391, Diph.14.5, cf.PSI5.535.52. 2 capable of being crushed or compressed, opp. θραυστός (q.v.), Arist.HA523b7, cf. Mete.386a25.

Greek (Liddell-Scott)

θλαστός: -ή, -όν, ὁ θλασθείς, «σπαστός», «τσακιστός», ἐλάα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 345, Δίφιλ. Ἀπλήστ. 1. 2) ὃν δύναταί τις νὰ θλάσῃ ἢ νὰ συνθλίψῃ, ἀντίθετον τῷ θραυστός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 18, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 3.

Greek Monolingual

θλαστός, -ή, -όν (Α) θλω
1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

θλαστός: [adj. verb. к θλάω
1) раздавленный, мятый (ἐλάα Arph.);
2) сжимаемый, т. е. упругий: θραυστὸς καὶ κατακτός, ἀλλ᾽ οὐ θ. Arst. ломкий и бьющийся, но не упругий.