ἀπόκλιμα

Revision as of 18:35, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

ατος, τό, A a slope, EM374.35, Aristeas 59. II Astrol., cadent place, preceding one of the four κέντρα, Cat.Cod.Astr. 1.100; opp. ἐπαναφορά(q.v.), S.E.M.5.14, Paul.Al.P.2, etc.

German (Pape)

[Seite 307] τό, abschüssige Lage, Abdachung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλῐμα: τό, κατωφέρεια, κλίσις κατωφερής, Ἐτυμολ. Μ. 374. 35· ἐπὶ ἀστέρων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἑκάστου τούτων τῶν κέντρων τὸ μὲν προάγον ζῴδιον ἀπόκλιμα καλοῦσι, τὸ δὲ ἐπόμενον ἀναφορὰν Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 14 [ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 418].

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 inclinación, declive Aristeas 59, EM 374.35G.
2 astrol. punto de declinación de los astros, que precede a uno de los cuatro κέντρα S.E.M.5.14, Ptol.Tetr.4.8.3, Paul.Al.55.7, 57.15, Cat.Cod.Astr.1.100.

Greek Monolingual

ἀπόκλιμα, το (Α) αποκλίνω
1. η κατηφοριά
2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκλῐμα: ατος τό астр. наклон, склонение (τῶν κέντρων Sext.).