κατηφοριά

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) κατήφορος
1. η κατωφέρεια, η κλίση του εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά
2. κατηφορικός δρόμος.