κατηφοριά

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) κατήφορος
1. η κατωφέρεια, η κλίση του εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά
2. κατηφορικός δρόμος.