αποκλίνω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκλίνω)
1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση
2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια
3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι
νεοελλ.
1. ξεφεύγω από το κανονικό
2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του
αρχ.-μσν.
φεύγω
αρχ.
1. κάνω να κλίνει προς άλλη κατεύθυνση, εκτρέπω
2. στρέφω προς τα πίσω
3. είμαι κατηφορικός
4. παρεκκλίνω, εκτρέπομαι
5. ξεπέφτω
6. (-ομαι) α) ανατρέπομαι
β) (για την ημέρα) γέρνω προς το βράδι.