κουβαλεύω

Revision as of 08:55, 8 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=κοβαλεύω (Α)<br />μεταφέρω, κουβαλώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;">...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κοβαλεύω (Α)
μεταφέρω, κουβαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. του κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ].