κνηκοειδής

Revision as of 12:20, 18 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ές, A like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.

German (Pape)

[Seite 1460] ές, safflorähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.

Greek Monolingual

κνηκοειδής, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -ειδής (< εἶδος)].