μεταγίνομαι

Revision as of 09:30, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

later form for μεταγίγνομαι.

Greek Monolingual

και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι)
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι
μσν.
γίνομαι κάτι διαφορετικό
αρχ.
1. γίνομαι κατόπιν
2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῖν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).