μελαμβόρειος

Revision as of 13:20, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")

English (LSJ)

ον, (βορέας) A of the black north: πνεῦμα μ. the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῦμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.