ἐνηχῶ, -έω; (AM) ένηχος
μσν.
παθ. ἐνηχοῡμαί τι
(για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)
αρχ.
1. ηχώ μέσα
2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῡσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», Πλούτ.).